- πιστολέτο
- το, Ντεχνολ. κρουστικό εργαλείο, κατάλληλο για τη διάτρηση και θραύση σκληρών επιφανειών, τμημάτων οικοδομικών ή άλλων τεχνικών έργων, το οποίο λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα ή με ηλεκτρική ενέργεια και διαθέτει έναν κινητό λοστό μικρού μήκους, ο οποίος, κατά ένα μέρος, βρίσκεται μέσα στο κυρίως μηχάνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pistolet (βλ. λ. πιστόλα)].
Dictionary of Greek. 2013.